ἀμετανόητοι

ἀμετανόητοι
ἀμετανόητος
unrepentant
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νοσταλγός — ο αυτός που νοσταλγεί, κατέχεται από νοσταλγία: Αμετανόητοι νοσταλγοί του παρελθόντος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”